ΒΟΟΕΙΔΗ-ΑΓΕΛΑΔΕΣ
Με τον όρο βοοειδή περιγράφονται τα κατοικίδια μηρυκαστικά της ομοιογένειας bovini. Βοοειδή (κοινώς αγελάδες) είναι ο πιο κοινός τύπος των μεγάλων οικόσιτων οπληφόρων.
Το θηλυκό ζώο λέγεται αγελάδα και το αρσενικό λέγεται ταύρος, ενώ το ευνουχισμένο αρσενικό λέγεται βόδι. Το νεαρό ζώο λέγεται μοσχάρι και από της ηλικίας του ενός έτους και μέχρι των δύο ετών τα θηλυκά λέγονται μοσχίδες ή δαμαλίδες, ενώ τα αρσενικά λέγονται ταυρίδια ή δαμάλια.
Τα κατοικίδια βοοειδή ανήκουν στο γένος Bos taurus της οικογένειας Bovidae της Τάξης Αρτιοδάκτυλα και προέρχονται από το άγριο είδος Bos primigenius που δεν υπάρχει σήμερα.
Τα βοοειδή είναι μεγαλόσωμα θηλαστικά και χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων για το γάλα, το κρέας και το δέρμα τους, αλλά και για εργασία.
Τα βοοειδή ενηβώνονται στην ηλικία των 6 - 12 (κατά μέσο όρο 8) μηνών και το θηλυκό γεννά ένα συνήθως νεογνό (μοσχάρι) μετά από εγκυμοσύνη 9 μ
ηνών.
Ο μέσος χρόνος ύπνου μιας κοινότυπης αγελάδας είναι περίπου τέσσερις ώρες την ημέρα.
Μια κοινή παρανόηση σχετικά με τα βοοειδή (κυρίως των ταύρων) είναι ότι εξοργίζονται με το κόκκινο χρώμα. Ο μύθος προέκυψε από τη χρήση του κόκκινου υφάσματος στο άθλημα των ταυρομαχιών. Στην πραγματικότητα, δύο διαφορετικές κάπες χρησιμοποιούνται χρώματος κίτρινου-κόκκινου. Δεν είναι όμως το χρώμα του υφάσματος που εξοργίζει τον ταύρο, αλλά η κίνησή που ερεθίζει και υποκινεί το ζώο. Ας μη ξεχνάμε ότι τα βοειδή είναι διχρωμικά όπως και τα περισσότερα χερσαία θηλαστικά.
Τα βοοειδή είναι μηρυκαστικά, που σημαίνει πως το πεπτικό τους σύστημα είναι πολύ εξειδικευμένο ώστε να επιτρέπει την πέψη φυτών.
Τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα έχουν πεπτικό σύστημα που τους δίνει την ικανότητα να πέπτουν σύνθετους υδατάνθρακες, όπως κυτταρίνες και ημικυτταρίνες, που περιέχονται κυρίως στις χονδροειδείς τροφές. Τα ζώα αυτά μασούν βιαστικά την τροφή τους κατά την βόσκηση και την αποθηκεύουν στη μεγάλη κοιλία. Όταν βρεθούν στην ησυχία τους έχουν τη δυνατότητα να ξαναφέρουν την τροφή από τους προστομάχους στο στόμα, με αντιπερισταλτικές κινήσεις του οισοφάγου, και να την ξαναμασούν. Η λειτουργία αυτή ονομάζεται μηρυκασμός (αναχάραμα, αναμάσημα) και τα ζώα μηρυκαστικά. Τα μηρυκαστικά διαθέτουν τους προστομάχους (μεγάλη κοιλία και κεκρύφαλο), τον εχίνο ή βίβλο και ένα κυρίως στομάχι ,το ήνυστρο. |
Οι προστόμαχοι αναπτύσσονται και λειτουργούν μετά τον πρώτο μήνα της ζωής τους. Στους προστομάχους γίνεται το μεγαλύτερο μέρος της πέψης των τροφών με τη βοήθεια ενός μεγάλου αριθμού μονοκύτταρων μικροοργανισμών, την μικροχλωρίδα, που συμβιώνει με τα ζώα. Τα μηρυκαστικά εφοδιάζουν τους μικροοργανισμούς με τροφή και τους εξασφαλίζουν ένα ιδανικό περιβάλλον για να αναπτυχθούν και να αναπαραχθούν, ενώ οι μικροοργανισμοί διασπούν τις διάφορες τροφές και εφοδιάζουν τα ζώα με τη μικροβιακή πρωτεΐνη που συνθέτουν. Οι διασπάσεις των τροφών που γίνονται από τη μικροχλωρίδα ονομάζονται ζυμώσεις. Οι μικροοργανισμοί των προστομάχων έχουν την ικανότητα να διασπούν τους σύνθετους υδατάνθρακες σε απλούστερα σάκχαρα, τις αζωτούχες ουσίες σε αμμωνία και αμινοξέα και τα λίπη σε λιπαρά οξέα. Στο ήνυστρο γίνεται η πραγματική πέψη με την έκκριση του πεπτικού υγρού (πεψίνης). |
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η εξημέρωση των βοοειδών, η οποία θεωρείται ως το σημαντικότερο βήμα του ανθρώπου στην εκτροφή και την εκμετάλλευση των ζώων, έγινε κατά τη Νεολιθική εποχή και υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τα βοοειδή ήδη πριν από 7.500 έτη.
Η βοοτροφία είχε μεγάλη επίδραση στην οικονομία και τον πολιτισμό των αρχαίων λαών. Στη Μεσοποταμία διαπιστώνεται από διάφορες παραστάσεις η ύπαρξη βοοειδών από το 4.500 π.Χ., ενώ στην Ινδία και την Αίγυπτο εκτρέφονταν βοοειδή από το 3.500π.Χ.
Τελευταίες έρευνες από Γενετιστές και ανθρωπολόγους δείχνουν ότι, πριν από 10.000 χρόνια, οι Αφρικανοί εξημέρωσαν βοειδή για κτηνοτροφικούς σκοπούς. Μια μελέτη που έγινε από το πανεπιστήμιο του Μισσούρι ανέφερε ότι τα αρχαία αυτά εξημερωμένα αφρικανικά βοειδή προέρχονται από την περιοχές του σημερινού Ιράκ, Ισραήλ Ιορδανίας και Συρίας και αυτό συνέβη πριν από περίπου 10500 χρόνια. Η βοοτροφία έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην αρχαία ελληνική μυθολογία και την οικονομία. Στην αρχαία Ελλάδα η κατοχή βοοειδών εθεωρείτο ένδειξη πλούτου. Οι αρχαίοι έλληνες χρησιμοποιούσαν τα βοοειδή στις θυσίες τους προς τους θεούς, από όπου και η ονομασία εκατόμβη (θυσία εκατό βοδιών).
Από την εποχή της εξημέρωσης των άγριων βοδιών, κατά τη νεολιθική εποχή, παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη του πληθυσμού τους, που οφείλεται αφ΄ενός μεν στην επίδραση του περιβάλλοντος και την αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης των ζώων, αλλά κυρίως στην παρέμβαση του ανθρώπου, ο οποίος από κάποια στιγμή άρχισε να απομακρύνει τα ζώα που δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του και να διατηρεί εκείνα που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο.
Αποτέλεσμα της ανωτέρω επιλογής ήταν να δημιουργηθούν ανά τους αιώνες πάρα πολλές φυλές βοοειδών, προσαρμοσμένες προς τις παραγωγικές εκείνες κατευθύνσεις που κάθε φορά επεδίωκε ο άνθρωπος. Σε ορισμένες περιοχές, όπως σε τμήματα της Ινδίας, τα βοειδή έχουν σημαντική θρησκευτική σημασία .
Σήμερα εκτιμάται ότι 1,3 δισεκατομμύρια βοοειδή βρίσκονται διάσπαρτα στον κόσμο.
ΦΥΛΕΣ ΒΟΟΕΙΔΩΝ
Σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 200 φυλές βοοειδών, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά στα εξωτερικά γνωρίσματα, τη σωματική τους διάπλαση και κυρίως την παραγωγική τους κατεύθυνση.
Οι παραπάνω φυλές, ανάλογα με την παραγωγική κατεύθυνση, διακρίνονται σε γαλακτοπαραγωγικές, κρεατοπαραγωγικές ή κρεοπαραραγωγικές, μικτής ή διπλής απόδοσης και τις εγχώριες φυλές.
1. Γαλακτοπαραγωγικές φυλές.
Τα ζώα των φυλών αυτών έχουν εξειδικευτεί στην παραγωγή γάλακτος, η οποία φτάνει τις 4.000 μέχρι και 15.000 λίτρα γάλακτος ανά γαλακτική περίοδο. Διακρίνονται για τη λεπτή γενικά κατασκευή του σώματος, του οποίου η επί μέρους διάπλαση έχει ως εξής:
Το κεφάλι: Είναι λεπτό, μακρύ, με μικρά λεπτά κέρατα και μικρά μάτια.
Ο τράχηλος: Είναι λεπτός, σχετικά μακρύς, με μικρή μυϊκή ανάπτυξη και περιορισμένη ή ανύπαρκτη λαμυρίδα.
Ο κορμός: Η ραχιαία γραμμή από το ακτώμιο μέχρι την έκφυση της ουράς είναι ευθεία, με μεγαλύτερη την απόσταση μεταξύ πάνω και κάτω γραμμής του κορμού στά πίσω μέρος του σώματος, δίνοντας έτσι στα ζώα γαλακτοπαραγωγικής κατεύθυνσης σχήμα "απιοειδές".
Στα ζώα γαλακτοπαραγωγικού τύπου δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη μορφή της λεκάνης και των μαστών, αφού μια ευρεία λεκάνη διασφαλίζει ευρύχωρη γεννητική οδό και ο καλά αναπτυγμένος μαστός προοιωνίζει καλή γαλακτοπαραγωγή.
Κυριότερες φυλές γαλακτοπαραγωγικής κατεύθυνσης είναι οι φυλές: Τζέρσεϋ, Γκέρνσεϋ και η Μαύρη Ποικιλόχρωμη Ολλανδίας (Φρίζιαν και Χολστάϊν-Φρίζιαν).
2. Κρεατοπαραγωγικές (ή κρεοπαραγωγικές) φυλές.
Τα ζώα των φυλών αυτών έχουν εξειδικευτεί στην παραγωγή κρέατος και παρουσιάζουν μειωμένη γαλακτοπαραγωγή, μέχρι του σημείου που ουσιαστικά δεν αρμέγονται, αφού το λίγο παραγόμενο γάλα καταναλώνεται από το μοσχάρι. Διακρίνονται για την ογκώδη κατασκευή του σώματος, του οποίου η επί μέρους διάπλαση έχει ως εξής:
Το κεφάλι: Είναι ογκώδες και κοντό, ιδιαίτερα στο προσωπικό τμήμα.
Ο τράχηλος: Είναι κοντός, ευρύς και μυώδης.
Ο κορμός: Η πάνω γραμμή του κορμού είναι συνήθως παράλληλη με την κάτω, προσδίνοντας έτσι στα ζώα του τύπου αυτού κορμό κυλινδρικού σχήματος.
Οι κυριότερες φυλές κρεατοπαραγωγικής κατεύθυνσης είναι οι φυλές: Σαρολαί, Λιμουζίν, Άνγκους και Χέρφορντ.
3. Φυλές μικτής ή διπλής απόδοσης.
Τα ζώα των φυλών αυτών παρουσιάζουν σωματική διάπλαση ενδιάμεση μεταξύ εκείνης των γαλακτοπαραγωγικών και κρεοπαραγωγικών βοοειδών. Παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στις δυσμενείς συνθήκες εκτροφής και αρκετά υψηλή προσαρμοστικότητα στις συνθήκες πολλών χωρών.
Οι κυριότερες φυλές διπλής απόδοσης είναι οι φυλές: Σβίτς ή Φαιά των Άλπεων και η Σίμμενταλ.
4. Εγχώριες ελληνικές φυλές.
Τα ζώα των φυλών αυτών είναι μικρόσωμα, με περιορισμένη μυϊκή ανάπτυξη και γαλακτοπαραγωγή. Παρουσιάζουν όμως πολύ μεγάλη ανθεκτικότητα, είναι λιτοδίαιτα, μακρόβια και υψηλής αναπαραγωγικής ικανότητας. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν και για εργασία.
Οι κυριότερες ελληνικές εγχώριες φυλές είναι η Ελληνική Βραχυκερατική Φυλή και η Ελληνική Στεππική Φυλή, στην οποία διακρίνεται ο τύπος Κατερίνης και ο τύπος Συκιάς Χαλκιδικής.
Σήμερα σχεδόν δεν υπάρχουν ζώα εγχώριων φυλών, εκτός ορισμένων θηλυκών κυρίως ζώων του τύπου Συκιάς που εκτρέφονται σε ορεινές άγονες περιοχές.
Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες φυλές έχουν κέρατα
Η εκτεταμένη όμως εκτροφή βοειδών έχει σημαντικές συνέπειες στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Μια έκθεση από τον οργανισμό τροφίμων και γεωργίας αναφέρει ότι ο τομέας της κτηνοτροφίας είναι υπεύθυνος για το 18% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η κοπριά των ζώων επίσης επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον.
Ορισμένα μικρόβια στο έντερο των βοοειδών διενεργούν αναερόβια διαδικασία γνωστή ως μεθανογένεση, η οποία παράγει μεθάνιο. Βοοειδή και άλλα ζώα εκπέμπουν περίπου 80-93 Tg μεθανίου ετησίως το οποίο αναλογεί στο 37% των ανθρωπογενών εκπομπών μεθανίου στον πλανήτη ενώ επιπλέον μεθάνιο παράγεται από την αναερόβια ζύμωση της κοπριάς σε λιμνοθάλασσες κοπριάς που υπάρχουν διάσπαρτες στον πλανήτη.
Βιβλιογραφία