Αγριόγαλος (Bonasa umbellus)
Ορνιθόμορφο πουλί και μεγαλόσωμο πουλί που μπορεί να φτάσει το 1,5 μέτρο σε μήκος και 6-8 κιλά σε βάρος. Διαθέτει ισχυρό καμπυλωτό ράμφος, δυνατά νύχια με τα οποία σκαλίζει το χώμα ψάχνοντας για τροφή. Το αρσενικό έχει μαυρογάλαζο φτέρωμα με γκρίζες ραβδώσεις στη ράχη και μαυροκόκκινες στο λαιμό, όπου τα φτερά του σχηματίζουν γένι. Η μεγάλη ουρά του μπορεί να ανοίγει σας βεντάλια και είναι μαύρη με άσπρες κοιλίδες. Το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό, έχει κίτρινο φτέρωμα με πυκνές μαυρυδερές ραβδώσεις. Τρέφεται με σκουλήκια, έντομα, νύμφες, άγρια μούρα και βλαστάρια. Ζει σε δάση κωνοφόρων και θαμνότοπους. Τον χειμώνα, ωστόσο, καταναλώνει, σε μεγάλο ποσοστό, βελόνες κωνοφόρων πάνω στα δένδρα στα οποία καταφέρνει να αναρριχάται με την ιδιαίτερη ευκινησία που τον διακατέχει. Συναντάται κυρίως στη Δυτική Ασία. Στην Ευρώπη θα το συναντήσουμε μόνο στα ορεινά δάση της Γερμανίας και των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα θα το συναντήσουμε στη Δυτική Ροδόπη, στο δάσος του Λαϊλιά (1.849 m, βόρεια των Σερρών) και στον Άθωνα (2.030 m, Άγιο Όρος). Ο σημαντικότερος πληθυσμός συγκεντρώνεται στην περιοχή της Ροδόπης, σε υψόμετρο 1.000 - 1.900 και αριθμεί περίπου 330 - 380 άτομα
Είναι είδος πολυγαμικό, που εναλλάσσει, κατά περιόδους, κοινωνική και ατομική συμπεριφορά. Το μισό περίπου έτος σχηματίζει ομάδες. Κατά την έναρξη της αναπαραγωγής (τέλη χειμώνα - αρχές άνοιξης) και με την ανατολή του ήλιου, τα αρσενικά συνηθίζουν να καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις και ετοιμάζονται για την επίδειξη. Σε στάση χαρακτηριστική (άνοιγμα της ουράς σαν βεντάλια, φούσκωμα των φτερών και τέντωμα του λαιμού), παράγουν ήχους που μοιάζουν με χτυπήματα ξύλινου σήμαντρου και ακούγονται σε μεγάλη απόσταση. Οι φωλιές συνήθως κατασκευάζονται στο έδαφος σε πυκνή βλάστηση και δίπλα σε κορμό δένδρου. Τα θηλυκά γεννούν 7 - 11 αβγά την περίοδο μεταξύ Απριλίου - Μαΐου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο της περιοχής. Η επώαση κρατά 24 - 26 ημέρες και οι νεοσσοί πτερώνονται σε 2 - 3 μήνες.
Βιβλιογραφία
1)Εγκυκλοπαίδεια Δομή