Η αγγουριά προέρχεται από την Ινδία, όπου την καλλιεργούσαν πριν από 3000 χρόνια. Σύντομα διαδόθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη και στην συνέχεια σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο βλαστός της αγγουριάς είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται πάνω σε άλλα φυτά ή στηρίγματα όπου συγκρατείται με μικρούς έλικες. Οι ρίζες της αγγουριάς δεν εισχωρούν στο βάθος, αλλά πλαγίως, με αποτέλεσμα να μην δυσκολεύονται να βρουν υγρασία και ως εκ τούτου να μην αντέχουν στην πολύ ξηρασία..
Τα άνθη της αγγουριάς έχουν πέντε πέταλα και κίτρινο χρώμα. Τα άνθη αυτά στο ίδιο φυτό μπορεί να είναι και αρσενικά και θηλυκά.
Οι καρποί της αγγουριάς είναι επιμήκεις, κυλινδρικοί, πράσινου χρώματος εξωτερικά και ελαφρυώς πράσινου έως λευκού χρώματος εσωτερικά . Έχουν λίγες βιταμίνες κυρίως C, B1, B2 ενώ βιταμίνη Α υπάρχει στο φλοιό. Πέρα από την πολύ ωραία σαλάτα που προσφέρουν έχουν και καταπραϋντικές ιδιότητες και μαλακώνουν το δέρμα. Ο χυμός του είναι γνωστός ως αγγουρόνερο, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή του αγγουρόγαλου και διαφόρων αλοιφών που χρησιμοποιούνται στην δερματολογία και στη βιομηχανία καλλυντικών.
Στο γένος cucumis που ανήκει η αγγουριά, συγκαταλέγονται και άλλα είδη όπως η καρπουζιά, η κόκκινη κολοκυθιά, η φασολιά κ.α.
Η αγγουριά καλλιεργείται το καλοκαίρι στην ύπαιθρο και τον υπόλοιπο χρόνο σε θερμοκήπια , γιατί είναι ευαίσθητη στο κρύο. Η υψηλή θερμοκρασία και η υγρασία ευνοούν την ανάπτυξη της.
Τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται διαφορετικές ποικιλίες αγγουριού. Έτσι από το γνωστό κοινό αγγούρι με το μακρύ σχήμα που πωλείται με το τεμάχιο περάσαμε σε μικρότερα αγγούρια που πωλούνται με το κιλό. Επίσης υπάρχει μία ποικιλία με πολύ μικρούς καρπούς που διατηρούνται τουρσί στο ξίδι με την ονομασία “αγγουράκια”.
Βιβλιογραφία